- αυλακόκερας
- (aulacoceras). Γένος κεφαλόποδων μαλακίων ζώων, που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον Παντοκράτορα της Κέρκυρας και στη χερσόνησο Παναγιάς της Ηπείρου, σε στρώμα λιασίων ασβεστόλιθων.
Dictionary of Greek. 2013.